Τρίτη 6 Μαΐου 2008

ΠΑΛΙΝΩΔΙΑ ΓΙΑ ΤΟΝ ΚΑΡΑΓΚΙΟΖΗ



Τον Καραγκιόζη σχεδόν όλοι τον χρησιμοποιήσαμε και τον χρησιμοποιούμε για βρισιά. Και σχεδόν όλοι θιγόμαστε, αν κάποιος μας αποκαλέσει έτσι. Είναι μία εύχρηστη βρισιά, χωρίς σεξιστικό περιεχόμενο, μα επαρκώς αρνητικά φορτισμένη για να αποκαλέσουμε κάποιον απατεώνα, υποκριτή, ψεύτικο, γελοίο.

Αν παραβλέψουμε τον «παρωχημένο» εξοπλισμό του θεάτρου σκιών, που δε φαίνεται να έχει χώρο στον υπερσύγχρονο πολιτισμό μας, θεωρούμε «παράκαιρη» και τη μορφή του Καραγκιόζη: ο κακόμοιρος ραγιάς, ο απατεωνίσκος Νεοελληναράκος, που με φτηνά κόλπα προσπαθεί να τη βολέψει, ο κοιλιόδουλος, ο συμφεροντολόγος. Συνειρμοί καθόλου βολικοί για ένα λαό που διψάει για ηρωικά σύμβολα, που θέλει (έχει ανάγκη) να νιώθει ένδοξος απόγονος ενδόξων προγόνων, που θεωρεί βλάσφημη όποια εικόνα δεν συμφωνεί με το ηρωικό του είδωλο.

Ακόμα και ο Ραφαηλίδης σε κάποιο βιβλίο του γελάει περιπαιχτικά με την ιδέα πως παραλίγο ο Καραγκιόζης να καθιερωθεί ως εθνικός ήρωας, και ευτυχώς κάτι τέτοιο δεν έγινε.

-------------------------

Σε προσωπικό επίπεδο, αυτήν την κρούστα, με την οποία η σύγχρονη κοινωνία μας «έντυσε» τον Καραγκιόζη, την έσπαγαν κατά καιρούς φευγαλέες αναμνήσεις της παιδικής μου ηλικίας. Γιατί τον έβλεπα με μανία στην τηλεόραση; Ποιος ο λόγος που ένιωθα τόσο φιλική και ζεστή τη γαϊδουροφωνάρα του; Από πού κι ως πού η τεράστια χαρά όταν μου πήραν δώρο τις φιγούρες του; Για ποιο λόγο άκουγα ξανά και ξανά την ίδια κασέτα από παράστασή του, και κάθε φορά έμοιαζαν οι ίδιες λέξεις να βγαίνουν με παρθενική φρεσκάδα;

Και τελικά: Γιατί αγάπησα τον Καραγκιόζη;


Δύσκολο να απαντήσεις σε ερωτήματα όπως «γιατί ακούμε μουσική;». Όμως η ριμάδα η λογική πεινάει, θέλει το ομιχλώδες βίωμα να το μετουσιώσει σε στέρεη γνώση, γυρεύει απαντήσεις μεστές, μα πολύ δύσκολα θα πει «μου αρκεί».



Πολλές από αυτές τις μεστές απαντήσεις, μα και πολλές άλλες σε ανυποψίαστα ερωτήματα, τις βρήκα στο βιβλίο του Γιάννη Κιουρτσάκη, «Καρναβάλι και Καραγκιόζης», εκδ. Κέδρος. Δυστυχώς, δύσκολα θα μπορούσα να τις μεταδώσω επαρκώς, στα περιορισμένα πλαίσια ενός ποστ. Ακόμα πιο δύσκολα θα έκανα μια βιβλιοκριτική, η οποία απαιτεί υπόβαθρο το οποίο (ως ένα βαθμό) στερούμαι.

Το ελάχιστο που μπορώ να κάνω, είναι να αντιγράψω την κριτική από το οπισθόφυλλο, καθώς και να δώσω δυο τρία επιλεγμένα αποσπάσματα, με την ελπίδα να ρίξω μερικές τσιμπιές στην «κρούστα» που λέγαμε. Από κει και πέρα, η συνέχεια είναι προσωπική υπόθεση του κάθε αναγνώστη.

Από το οπισθόφυλλο:
« Δυσμορφία, αθυροστομία, πείνα, ξυλοδαρμοί, «θάνατοι» και «νεκραναστάσεις», «τρέλα», καλαμπούρια «χωρίς νόημα»: τα στοιχεία αυτά δεν επανέρχονται κατά τύχη στη λαϊκή κωμωδία όλων των τόπων και όλων των εποχών∙ συγκροτούν ένα σύστημα, μια συμβολική γλώσσα, η οποία ριζώνει στη λαϊκή γιορτή – στον τύπο λαϊκής γιορτής που ονομάζουμε σήμερα «καρναβάλι» και όπου φωλιάζει το γενεσιουργό κύτταρο του παραδοσιακού γελωτοποιού.

Αυτήν τη γλώσσα εξερευνά εδώ ο Γιάννης Κιουρτσάκης. Ξεκινώντας από τη θεωρία του Ρώσου στοχαστή Μπαχτίν για το λαϊκό γέλιο στο Μεσαίωνα, επιχειρεί ένα μακρύ ταξίδι στον χρόνο και στο χώρο που μας αποκαλύπτει βαθμιαία, μέσ’ από την πολυμορφία των συγκεκριμένων εκδηλώσεων, τον θεμελιώδη κώδικα του «καρναβαλιού». Και στο φως αυτού του κώδικα κάθε «δρώμενο», κάθε καλαμπούρι, κάθε «ανοησία» του Καραγκιόζη αποκτά ένα ανυποψίαστο νόημα. Ένα νόημα που παραπέμπει πάντα στην τελετουργική ρίζα του γέλιου – στην αρχέγονη «φιλοσοφία» της γιορτής για το σώμα και τη φύση, τη ζωή και τον θάνατο, τη φθορά και την ανανέωση, τη σχετικότητα κάθε «σοβαρής» αλήθειας, και την κρυφή ενότητα των αντιθέτων. Ένα νόημα που δεν παύει ωστόσο να μεταμορφώνεται, καθώς ο κόσμος ο οποίος αναπλάθει κατ’ εικόνα του τον σκιερό γελωτοποιό καθρεφτίζεται κατ’ ανάγκην στη γλώσσα του και τη φορτίζει με τις δικές του εμπειρίες, τη δική του ιδεολογία. [...]».


Παρακάτω θα αντιγράψω κάποια ενδιαφέροντα αποσπάσματα, σε δύο θέματα:

Α) Για την καταγωγή του Καραγκιόζη:

«‘ Τίποτε δεν θα μπορούσε να δώσει τόσο καλά μια ιδέα της ελευθεριότητας της αρχαίας ελληνικής κωμωδίας όσο τα αδιάντροπα καραγκιοζιλίκια του θεάτρου σκιών της Σμύρνης και της Κωνσταντινούπολης’, γράφει π.χ. το 1844, ο J.-J. Ampere. ‘Το άσεμνο παρουσιαστικό των σατύρων, που εμφανίζονταν στα γκροτέσκα δράματα στα οποία είχαν δώσει το όνομά τους, διατηρήθηκε πιστά από ένα πρόσωπο σκανδαλωδώς γελοίο, ονόματι Karagueuz, προσφιλές στον τουρκικό όχλο, μπροστά στον οποίο αποτολμά κάποια φαιδρά καμώματα που ανάλογά τους μπορούν να βρεθούν μόνο στον Αριστοφάνη και που επιτρέπουν να καταλάβουμε την καταγωγή την οποία ο Αριστοτέλης δίνει στην κωμωδία’» (σελ. 181).

«Υπάρχει μια πανάρχαια, πολυεθνική γλώσσα του λαϊκού γέλιου, η οποία [...] πηγάζει πριν απ’ όλα από τα ‘καρναβάλια’, από το βίωμα και τον κώδικα του καρναβαλιού. Και θέλω να υποστηρίξω ότι ο τελευταίος αποτελεί για τον Καραγκιόζη – για το γέλιο του Καραγκιόζη – ένα κώδικα γενετικό...» (σελ.184).

Β) Για το «αντι-ηρωικό» πνεύμα του Καραγκιόζη:

«Στο έργο ‘Αθανάσιος Διάκος’, ο Οδυσσέας Ανδρούτσος απαγγέλει πριν από μία μάχη τούτο το στομφώδες και εξαμβλωτικό ποίημα:

‘[...] Εμπρός τραβάτε τα σπαθιά, παντού σκορπάτε φρίκη
μάς βοηθάει η Παναγιά, αντάμα με τη νίκη’.

Κι ο Καραγκιόζης συμπληρώνει αμέσως, με τον ίδιο τόνο:

Εμπρός, τραβάτε τα ψωμιά και φέρτε τα μπροστά μου
Να ιδείτε πόσο πολεμώ και αν μπορώ να φάω
Εμπρός, παιδιά, όλοι στη γίδα την ψητή μην στέκεται κανένας
Να φάμε όλοι με θυμό τας γίδας τας καημένας’.

Ο ‘εκχυδαϊσμός’ είναι εύγλωτος: στον υψιπετή, πολεμόχαρο ιδεαλισμό του θρυλικού και σοβαρού ήρωα – του οποίου ο λόγος σφραγίζεται τόσο έντονα εδώ από τη δασκαλίστικη παράδοση στις χειρότερες στιγμές της – αντιπαρατίθεται ο προσγειωμένος, αντιηρωικός «υλισμός» του Καραγκιόζη: η ‘καρναβαλική’ άποψη της ζωής που υπονομεύει δραστικά τον βερμπαλισμό του πολεμικού ύμνου και ξαναβαφτίζει τον θεατή στις πηγές του λαϊκού πνεύματος. (σελ.229) [...] Η πρώτη ερμηνεία που έρχεται στο νου είναι ότι ο Καραγκιόζης δεν κάνει εδώ τίποτε άλλο παρά να αυτογελοιοποιείται, υπογραμμίζοντας μόνος του την κοιλιοδουλία του, τον αντιηρωισμό του, τον εγωισμό του. Πιθανότατα. Αλλά η παρωδία του δεν γελοιογραφεί άραγε εξίσου τον πόλεμο και τις ηρωικές αξίες; (σελ. 232). [...] Οι φαιδρές ‘μάχες’ του Καραγκιόζη με τα φαγητά δεν συμβολίζουν τίποτε λιγότερο και τίποτε περισσότερο από τη νίκη της ζωής πάνω στο θάνατο, σε αντίθεση με την πραγματικότητα του θανάτου που δεσπόζει στον κανονικό πόλεμο» (σελ. 235).

----------------------------------

Το βιβλίο βέβαια ερμηνεύει και πολλά άλλα «παράξενα» του θεάτρου σκιών, όπως το παρουσιαστικό του Καραγκιόζη, τη συμβολική του σκηνικού (παράγκα-σεράι), τη σχέση του με τους Νεοέλληνες, και άλλα ενδιαφέροντα.

Διάλεξα τα δύο παραπάνω αποσπάσματα, επειδή το πρώτο φανερώνει όχι μόνο τη συγγένεια του αρχαίου ελληνικού πολιτισμού με τον νεώτερο (σε επίπεδο λαϊκής παράδοσης), αλλά και τη συγγένεια όλων των λαών μεταξύ τους∙ και επειδή το δεύτερο καθαιρεί την «επίσημη» αντιμετώπιση της ιστορίας, όχι χάριν ενός ανούσιου σχετικισμού, αλλά χάριν μιας πιο «προσγειωμένης» και νηφάλιας αντιμετώπισής της, καθαιρώντας τις αυθεντίες. Και κυρίως αυτό: επειδή υμνεί τη ζωή και χλευάζει τον πόλεμο και το θάνατο.

Πριν κλείσω, να επισημάνω μια εύλογη απορία: «Καλά όλα αυτά, αλλά τι αποκομίζει ένα παιδί από τον Καραγκιόζη, όταν στερείται το αναγκαίο θεωρητικό υπόβαθρο που θα του επέτρεπε να τον ερμηνεύσει σωστά;»

Η απάντηση, νομίζω, είναι τούτη: Βλέποντας Καραγκιόζη, το παιδί δεν ερμηνεύει τίποτα. Αποκτά όμως πλήθος εικόνες αντιπροσωπευτικών χαρακτήρων, μαθαίνει να μην εμπιστεύεται αυθεντίες, έρχεται αντιμέτωπο, μέσα από το πρίσμα της κωμωδίας, με αληθινά προβλήματα που αφορούν τον κόσμο (αντίθεση πλούσιων – φτωχών, σχέση πόλης-χωριού, απάτες, απιστίες, κλπ.). Και το σπουδαιότερο, μαθαίνει να αγαπά τη ζωή και το χιούμορ.

Ίσως (απεύχομαι) με μία δόση υπερβολής, θα ισχυριζόμουν για τον Καραγκιόζη ό,τι ισχυρίζεται ο Λιαντίνης για τον Όμηρο: «Ο Όμηρος είναι ή για τα μικρά παιδιά ή για τους πολύ γέροντες. Θα τον ακούσεις να παραμυθολογεί και θα σε δέσουν τα λόγια του, όπως σε δένουν μαύρα μάτια ή γαλανά, όταν δεν ξέρεις σχεδόν τίποτα ή όταν τα ξέρεις σχεδόν όλα» (Γκέμμα, σελ. 35). Προς επίρρωσιν πάντως αυτού του ισχυρισμού, ο ίδιος ο συγγραφέας (Γ. Κιουρτσάκης) ομολογεί: «ο Καραγκιόζης έγινε για μένα μια ‘Ιθάκη’» (σελ.11).


Για σχετικές πληροφορίες στο διαδίκτυο:

http://el.wikipedia.org/wiki/%CE%9A%CE%B1%CF%81%CE%B1%CE%B3%CE%BA%CE%B9%CF%8C%CE%B6%CE%B7%CF%82

http://www.karagiozismuseum.gr/

http://oistros-reportaz1.blogspot.com/2006/08/blog-post_115646322051025271.html

http://www.karagiozis.gr/

6 σχόλια:

BioLogos είπε...

Όταν ήμουν πιτσιρίκι έβλεπα φανατικά Καραγκιόζη στην Ερτ2 αν θυμάμαι καλά...Βέβαια δεν μου περνούσε από το παιδικό μυαλό ούτε ο χαρακτηρισμός του Κ. ως αντιήρωα, υλιστή αλλά θυμάμαι ότι γελούσα.

Πλεον δεν μπορώ να δω Κ.Τον έχω απωθήσει γιατί μου θυμίζει κάτι από εκείνη την Ελλάδα και δεν μου αρέσουν τα πισωγυρίσματα και μερικές γελοίες νοσταλγίες τύπου "Τί καλά ήταν τότες και τώρα είναι χάλια τα πράματα κτλ".Επειδή συχνά πέφτω στην παγίδα γι αυτό το λέω.

Ο Κ.μου φέρνει πλέον νοσταλγία, αλλά τον σέβομαι και τον σιχαίνομαι γιατί είναι πάνω από όλα ότι είμαστε όλοι εμείς.Είναι διαχρονικός ο Καραγκιόζης?

Νάσος είπε...

Καταλαβαίνω τι θες να πεις Βιολόγε.
Ότι ο Καραγκιόζης εκπροσωπεί όλη την κακομοιριά και τα συμπλέγματα του Νεοέλληνα ραγιά. Διδακτικό μεν, αλλά αποκρουστικό.

Τότε όμως δε θα διέφερε σε τίποτα από το Σεφερλή σε επιθεωρήσεις, ή από έναν αντι-ήρωα της παλιάς επικής σειράς "Ρετιρέ".

Μάλλον όμως ο Καραγκιόζης εκφράζει πολύ περισσότερα. Όλα τα στοιχεία του (παρωδία, αντιστροφή ρόλων, περιπαιχτικά σχόλια, νεκρανάσταση κλπ) εντάσσονται στην ευρύτερη κωμική λαϊκή παράδοση. Τα συναντάμε από αρχαίες διονυσιακές γιορτές, μέχρι και τη συλλογή "άσεμνων" αποκριάτικων δημοτικών από τη Δόμνα Σαμίου (που παρολίγο να της στοιχίσει τον αφορισμό από τους παπάδες).


Στο ερώτημα "αν ο Καραγκιόζης είναι διαχρονικός", νομίζω ότι ισχύει ό,τι και για το δημοτικό τραγούδι. Είτε το δεχόμαστε είτε όχι, το δημοτικό τραγούδι είναι νεκρό (συντηρείται τεχνητά πλέον από συλλόγους). Η αξία του όμως είναι διαχρονική. Δεν ξέρω αν ο Καραγκιόζης είναι ήδη νεκρός, όμως η αξία του είναι επίσης (πιστεύω)διαχρονική.


Με την ευκαιρία, να απαντήσω και στην ενδεχόμενη απορία "πώς διάολο μου ήρθε να γράψω για τον Καραγκιόζη".

Διότι (έχω την εντύπωση) στον Καραγκιόζη βρίσκεται πολύ "μαγιά" επαναστατικού πνεύματος (ναι! το πιστεύω), που έρχεται σε αντίθεση με τη σοβαροφάνεια και ηθικολαγνεία πολιτικών και εκκλησίας.

Δε δέχομαι την επιστροφή "στον παλιό καλό καιρό", νομίζω πάντως ότι ο παλιός καιρός έχει να προσφέρει ιδέες οι οποίες, κατόπιν επεξεργασίας, μπορούν να ενταχθούν αρμονικά στη δική μας κοινωνία και τα δικά μας προβλήματα.

Και για να σε προκαλέσω: Βρες μου συγκεκριμένα κάτι αποκρουστικό-αντιπαθητικό στον Καραγκιόζη, κι εγώ (με τη βοήθεια του βιβλίου) θα προσπαθήσω να σε κάνω να αναθεωρήσεις την άποψή σου. :)

BioLogos είπε...

Αν και η έκφρασή του γραπτού μου λόγου(διαβάζοντας σήμερα το πρώτο σχόλιο δεν έβγαλα άκρη) αγγίζει το σουρεάλ, με έπιασες ακριβώς σε αυτό που σκεφτόμουν.
Αλλά είναι κάτι σαν αίσθηση ακριβώς όπως λες και δεν ξέρω κι εγώ πως να το τεκμηριώσω λίγο καλύτερα.

Αυτό που ίσως θα μπορούσα να χρησιμοποιήσω για πρόκληση είναι το εξής:Πώς μπορεί να πείσει ο Καραγκιόζης σήμερα και πώς θα με τραβήξει να τον ξαναδώ?

Νάσος είπε...

Δύσκολα απαντιέται ένα τέτοιο ερώτημα. Νιώθω σαν να μου λες: "Κάνε να μ'αρέσει π.χ. ο Σεφέρης".

Ο Καραγκιόζης είναι δημιούργημα λαϊκής τέχνης. Κι όπως κάθε έργο τέχνης, είτε "σου μιλάει", είτε δεν "σου μιλάει".

Εάν κατάλαβα σωστά το βιβλίο, ο Καραγκιόζης δεν είναι ακριβώς μία "αντιπροσωπευτική" φιγούρα της κακής πλευράς του Νεοέλληνα. Είναι
πολύ περισσότερο, η "μάσκα" ενός υπερφυσικού όντος, που αναπαριστά τις δυνάμεις της φύσης.

Αντιγράφω από το βιβλίο (σελ. 199): "...το τεράστιο χέρι του σημερινού κωμικού μας ήρωα, η μύτη του, η καμπούρα του, το αλλόκοτο σώμα του, το "γελοίο" πρόσωπό του, και φυσικά, το μεγάλο και αχόρταγο στόμα του [...] με μια λέξη, ολόκληρη η μορφή του, αποτελεί μια τυπική ενσάρκωση του σώματος, όπως το αντιλαμβάνεται η παράδοση του γκροτέσκου: ενός σώματος ατελούς και ανέτοιμου, ανακατεμένου με τον κόσμο, συνεχώς δημιουργικού και δημιουργούμενου".

Σαν να λέμε, μία εξέλιξη του αρχαίου Πάνα και των Σατύρων (μην ξεχνάμε κι ότι ο τουρκικός Καραγκιόζης είχε έναν τεράστιο φαλλό).

Τον βρίσκω ενδιαφέρων -κυρίως- για δύο λόγους:

Πρώτον, διότι ενώνει πολιτιστικά όλους τους λαούς (αν τον συγκρίνουμε με αντίστοιχες μορφές τέχνης άλλων λαών και εποχών),κι αναδεικνύει τη "συγγένειά" τους.

Και δεύτερον, διότι (νομίζω) αποπνέει πνεύμα σάτιρας σε κάθε αυθεντία (σάτιρα ακόμα και στο θάνατο), και αγάπη για τη ζωή με τρόπο πηγαίο, όχι σοβαροφανή.

Από κει και πέρα είναι μια αισθητική απόλαυση, που έγκειται στο προσωπικό γούστο του καθενός.

Δε νιώθω ικανός (στο συγκεκριμένο θέμα) να πείσω ότι έτσι είναι κι αλλιώς δεν είναι.

Προσπαθώ απλά να πω, απέναντι στη στερεότυπη αντίληψη για τον Καραγκιόζη, "κοιτάξτε, υπάρχει και μια άλλη ενδιαφέρουσα οπτική γωνία".


Και νομίζω ότι το βιβλίο βοηθάει σ' αυτή την αλλαγή στάσης (όχι, δεν παίρνω ποσοστά lol).

Το ενδεχόμενο να σφάλλω είναι φυσικά παρόν.

BioLogos είπε...

Παραδίνομαι και υποκλίνομαι.Δεν είναι το θέμα η πειθώ γιατί φυσικά και λογικά δεν τίθεται τέτοιο θέμα στα γούστα.

Πάντως κέρδισα εξτρα πληροφορία περί Καραγκιόζη που δεν την ήξερα.
Είμαι λίγο λακωνικός απόψε αλλά το πνεύμα θέλει, η σάρκα δεν μπορεί λόγω εργαστηριακού σοδομισμού.

ΥΓ.Είσαι στο μπλογκ της εβδομάδας by biologos (ραδιοφωνικής έμπνευσης)

Νάσος είπε...

Καλή συνέχεια Βιολόγε, κι είθε να βρίσκεις άπλετο χρόνο εναρμόνισης πνεύματος και σαρκός.

Δυστυχώς για μένα, η ώρα που αυτά τα δύο στοιχεία θα χωρίσουν κοντοζυγώνει. Η περίοδος χάριτος (=κωλοβαρέματος) τελειώνει, και πρέπει να λιώσω στην "επίσημη" θολοκουλτούρ δουλειά μου να καλύψω το κενό, αλλιώς την έβαψα!

Υ.Γ. Ευχαριστώ για την τιμή. Με κάνεις να κοκκινίζω (lol).